Σήμερα Κούλα μου, λέω να μην ξεκινήσω την εξομολόγηση μου προς το απόλυτο είδωλο της δεκαετίας του 80 με αναστεναγμούς, ωχαδερφισμούς και παράπονα. Τουναντίον, (καλά πως τη χειρίζομαι τη γλώσσα έτσι ο ρήτορας!) θα ήθελα αυτό το συννεφιασμένο πρωινό του Σαββάτου, που το χώμα μυρίζει βροχή (γιατί είμεθα και καταραμένοι ποιητές που θα αναγνωριστεί η αξία μας μετά-θάνατον ) να μιλήσουμε για όνειρα, γυναίκες, δόξα και πλούτη. Η σειρά είναι τυχαία, καθώς η ματαιοδοξία του καθενός έχει διαφορετικό αδύνατο σημείο. Που λες Κούλα μου, δεν είναι λίγες οι φορές που κλείνω τα σπινθηροβόλα, μπιρμπιλωτά μου μάτια και φαντάζομαι πως κάνω μπάνιο σε λιρόλουτρο ωσάν το Σκρουτζ Μακ Ντακ. Αιθέριες υπάρξεις περιμένουν να σκουπίσουν με την υπο-αλλεργική πουπουλένια πετσέτα μου την κολυμβηταρένια μου πλάτη. Ενώ λοιπόν ανάβω με ένα πρόχειρο 100δόλαρο μια πουράκλα που θα ζήλευε και ο Μάκης Ψωμιάδης, απολαμβάνω τη θέα του ιδιόκτητου ουρανοξύστη μου στη Νέα Υόρκη. Ενώ έχω απορροφηθεί από την τελειότητα της προσωπογραφίας μου που κοσμεί τον τοίχο του τελευταίου ορόφου, ένα τηλεφώνημα διακόπτει τις βαθυστόχαστες σκέψεις μου. Στην αρχή νομίζω πως θα είναι η Μέγκαν (η Φοξ)αλλά τελικά είναι η μάνα μου η οποία με ενημερώνει πως δε βρήκε στο σούπερ μάρκετ τα δημητριακά που δίνανε δώρο μπουγελόφατσες και πήρε κάτι άλλο. Δεν θα αργήσει η στιγμή που θα προαγοράζω όλες τις συσκευασίες και θα σκάνε τα υπόλοιπα κωλόπαιδα. Δε θα αργήσει η στιγμή που θα γίνω και γω ένας Δυναστείας Κούλαρα, σαν τον ανεπανάληπτο Σωτήρη Μουστάκα που πρωταγωνίστησε στην επική ταινία του Όμηρου Ευστρατιάδη, σε σενάριο Γιάννη Σκλάβου.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή και ας πάμε πίσω στη δεκαετία του 1950, όπου και ο γυναικοθήρας στρατιώτης Μπέμπης Καρινκόπουλος υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία, υπό τις οδηγίες του Γεωργίου Παπαδόπουλου. Αποτάσσεται ωστόσο του τάγματος Κούλα μου λόγω μιας παρεξήγησης καθώς το καψιμί δε διέθετε βιενουά και ουισκάκι, (μην ταράζεσαι Κούλα! Δεν το ζητάγανε για αυτό) και ο Μπέμπης αναζητούσε παρηγοριά σε γυναικείες αγκαλιές. Μετατίθεται λοιπόν ο μπέμπης και τον υποδέχεται ο Λοχίας Τόνυ Άντονυ αυτοπροσώπως με τιμές στρατηγού. Όταν καταλάβει ωστόσο πως ο Μπέμπης τον εργαζόταν τότε θα τον ταράξει στην αποψίλωση, στο 1-2 κάτω, και στο πλύσιμο της Καλλιόπης, της αδερφής του λοχία. Ο Τόνυ Άντονυ έξω φτερνών με το ζουντουβουλο, -όχι όχι ζουντούβλο, χμ μάλλον το πρώτο που είπα- που του έλαχε ρίχνει φυλακές με τις βδομάδες. Ο μπέμπης όταν δεν είναι στη σκοπιά, χάνεται στο ποδόγυρο, σώζοντας κορτσόπουλα από την απειλή ενός βόα, ενός κροταλία και ενός ρινόκερου. Και στάμνες αντικαθιστά και την Αγνή του πηγαδιού καμακώνει. Ο θάλαμος ωστόσο δεν είχε air-condition, ούτε wifi και πώς να αντέξεις 35 χρονάκια θητεία που λέει ο Τζιμάκος, να σου ο Μπέμπης να μετατίθεται ξανά.
Λόγω λανθασμένης συνεννόησης Κούλα μου ο Μπέμπης παίρνει δυσμενή μετάθεση και αποστέλλεται στο μέτωπο της Κορέας. Αντί για την Κορέα, όμως, βρίσκεται πάνω σ' ένα πλοίο προς το Ντακάρ. Εκεί θα γνωρίσει την Ασπασία και θα σαλπάρει στα νερά του Ατλαντικού μαζί με τον πατέρα της Ασπασίας και τον κουφό λοστρόμο, Μπουνάτσα. Η τύχη τα φέρνει έτσι ώστε να πέσει το πλοίο πάνω στον Κοκκινογένη πειρατή, ο οποίος με το όχι ακριβώς αρτιμελές πλήρωμα του έρχονται να λεηλατήσουν το πλοίο του Μπέμπη. Τα παλικάρια δεν κωλώνουν ωστόσο Κούλα και προτάσσουν τα στήθια τους, αφού προηγουμένως σαν αληθινοί καπετάνιοι μοιράσουν αρμοδιότητες, και ετοιμάσουν και τα σάντουιτς. Μοιραία ο μπέμπης μετά την αποτυχημένη ναυμαχία με τον Κοκκινογένη Κώστα Μακέδο καταλήγει σκλάβος στα παζάρια της Ανατολής. Μια μέρα οδηγείται στα καζάνια του φύλαρχου των κανιβάλων Σπάλα Σπάλα, (με τον Βασίλη Μπουγιουκλάκη να δίνει ρέστα στον πρωταγωνιστικό ρόλο) και της γυναικός του (της αείμνηστης Νατάσσας Γερασιμίδου). Όσο οι κανίβαλοι λιγουρεύονται τη σπάλα του μπέμπη η φυλαρχίνα κλαίει όταν εκείνος της θυμίζει πως είναι μαύρη και διαφωνεί μαζί του ως προς την εκτέλεση της συνταγής, εμφανίζεται και ο Ταρζάν.
Η συνάντησή του με τον Ταρζάν είναι σωτήρια μιας και ο τελευταίος αποδεικνύεται εξάδελφός του. Η φυλαρχίνα ωστόσο δεν τον αφήνει σε χλωρό κλαρί, αφού δεν της αρέσει το «κινέζικο» και τα βάζει μέχρι και με τη μαλλιαρή αποβολή όπως αποκαλεί το γορίλλα του Ταρζάν προκειμένου να βρει το Μπέμπη. Μια μύγα τσε-τσε της χαλάει τα σχέδια. Πεθαίνει στο άνθος της νιότης της και αφήνει το Μπέμπη να παίζει τάβλι με τον Ταρζάν, ο οποίος για να τα λέμε όλα, έχει τη Τζέιν αστεφάνωτη να γελάει μαζί της όλη η ζούγκλα.Επί σαράντα χρόνια τον κερδίζει στο τάβλι, γίνεται πάμπλουτος κι επιστρέφει θριαμβευτικά στην πατρίδα του. Δύο αγόρια κι ένα κορίτσι που μυριστήκανε τον παρά με την ουρά ισχυρίζονται ότι είναι νόθα παιδιά του κι εκείνος νομίζει ότι έχει αποκτήσει τη δυναστεία του. Κάποτε όμως παρουσιάζεται ο Οδυσσέας, φτυστός ο Μπέμπης- ειδικά το τούτο του είναι ταμάμ, φυσικός γιος δικός του και της Ασπασίας, κόρης του καπετάνιου του πλοίου με το οποίο εκείνος πήγε στο Ντακάρ. Κάπως έτσι Κούλα μου ζήσαν αυτοί καλά και εμείς χειρότερα διότι ποτέ δεν θα γίνουμε Δυναστείες. Till the next time, stay cult!!!
ΠΗΓΗ
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου