Στα τέλη της δεκαετίας του '80 η πολυμήχανη τραβεστι Αλόμα αποφασίζει να ασχοληθεί και με την παραγωγή πορνογραφικών ταινίων, γυρίζοντας αλλά και παίζοντας στην τριλογία «Τα μεγάλα καμάκια των τραβεστί» (1989), «Το κρυφό σπίτι της Μαντάμ Αλόμα» (1989) και «Οι βλάχοι προτιμούν τις τραβεστί» (1989). Και οι τρεις ταινίες έχουν γυριστεί από ό,τι φαίνεται με κάμερα χειρός (και μάλλον με χαμηλή επιδεξιότητα τόσο στη χρήση της, όσο και στη διαδικασία του μοντάζ).
Τα στερεότυπα που αναπαράγονται στα «Μεγάλα καμάκια των τραβεστί» για τη ζωή των τραβεστί δε θα ήταν συνετό να τα εκλάβουμε ως μέρος μιας συνολικής και ρεαλιστικής απεικόνισης για αυτές, συγκροτούν πάντως έναν τύπο «τραβεστί» στο ελληνικό πορνό που παρουσιάζει μια κάποια συνεκτικότητα. Για παράδειγμα, η εισαγωγική σκηνή στα «Μεγάλα καμάκια των τραβεστί» παρουσιάζει το τσόλι της Αλόμας να την εγκαταλείπει βρίζοντάς την «άι γαμήσου παλιόπουστα», επειδή αυτή αρνείται να τον πληρώνει άλλο, η Αλόμα όμως ξεσπάει σε κλάματα μόλις αυτός φύγει – αργότερα θα την επισκεφτεί στο πεζοδρόμιο, θα της αρπάξει το πορτοφόλι από τα χέρια της και θα τη ρίξει χτυπώντας τη στο δρόμο, όταν αυτή επιχειρεί να του πάρει πίσω το πορτοφόλι. Σε μια άλλη σκηνή ένα τσόλι καλεί μια τραβεστί σπίτι του, αλλά την πετάει έξω από το παράθυρο, όταν χτυπάει το κουδούνι η κοπέλα του, με την οποία θα κάνει και σεξ.
Το «Κρυφό σπίτι της Μαντάμ Αλόμα» αναπαριστά σεξουαλικές επαφές σε ένα διαμέρισμα-πορνείο, το οποίο ξεκίνησαν τρεις τραβεστί με την Αλόμα στο ρόλο της τσατσάς, κουρασμένες από τις συνεχείς επιδρομές της Αστυνομίας στη Συγγρού.
Ίσως το πιο διασκεδαστικό μέρος της τριλογίας να αποτελεί το «Οι βλάχοι προτιμούν τις τραβεστί», το οποίο είναι στο μεγαλύτερο μέρος του γυρισμένο σε λιβάδια εκτός Αθηνών αλλά και σε δρόμους κι αλάνες του κλεινού άστεως: η Αλόμα και δύο τραβεστί φίλες της κάνουν μια εκδρομή για να βρούν «αγνές, παραδοσιακές τροφές» και οδηγούνται από την Αννούλα, μια βοσκοπούλα που συναντούν να γεμίζει τη στάμνα της με νερό στο βοσκό Μήτσο, που είναι ντυμένος εύζωνας. Μετά το αναμενόμενο σεξ κάτω από τα δέντρα, η Αλόμα και οι φίλες της συναντούν την τροφαντή Βλάχα τραβεστί Βαγγέλω, στην οποία υπόσχονται ότι θα την κατεβάσουν στην Αθήνα και θα την κάνουν την πρώτη της πιάτσας, αρκεί να τους δείξει τα προσόντα της στο σεξ. Ακολουθεί ένα βουκολικό όργιο με τη βοσκοπούλα Άννα, δύο εύζωνες, τις φίλες της Αλόμας και τη Βαγγέλω, μετά το τέλος του οποίου η Αλόμα αποφασίζει να επιστρέψουν στην Αθήνα και την πιάτσα, μαζί με τη Βαγγέλω και την Αννούλα.
Μετά από μια σύντομη παρουσία στο πεζοδρόμιο η Αλόμα οδηγεί τις φίλες της, τη Βαγγέλω και την Αννούλα αλλά και δύο τσόλια, που είναι πιθανότατα οι προηγούμενοι εύζωνες, να παρακολουθήσουν ένα ντραγκ σόου με την Εύα Κουμαριανού (αειθαλώς χυμώδη στο διηνεκές) αλλά και τη Βαγγέλω, που υποδύεται τη Σοφία Βέμπο, κάνοντας lip sync στο «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του». Η ταινία κλείνει με ένα ακόμα όργιο, στο οποίο συμμετέχει όλη η παρέα που παρακολούθησε το ντράγκ σόου.
Κλείνοντας να επισημάνω ότι χρησιμοποιήθηκε σταθερά ο όρος «τραβεστί» για τις ηρωίδες αυτών των ταινιών, όχι μόνο λόγω του ρητού αυτοπροσδιορισμού τους ως τέτοιων, αλλά κυρίως λόγω των στερεοτύπων που αναπαράγουν οι χαρακτήρες τους: εργάζονται όλες στο πεζοδρόμιο της Συγγρού ή σε κάποιο πορνείο, δε χρησιμοποιούν ούτε μια φορά τον αυτοπροσδιορισμό "γυναίκα" για την εαυτή τους και εμπλέκονται σταθερά σε παθητικό σεξ με τους άνδρες σεξουαλικούς τους συντρόφους.
ΠΗΓΗ
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου